καλάμη

καλάμη
καλάμη, ἡ (Α)
1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού
2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο
3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα
4. κάλαμος, καλάμι
5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική δύναμη, τα υπολείμματα τής νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — νομίζω ότι εσύ βλέποντας το καλάμι τού σταριού, δηλ. τα υπολείμματα τής νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην ακμή μου, Ομ. Οδ.)
6. παροιμ. α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει κανείς από τα υπολείμματα
β) «πυροὺς ἐπὶ καλάμη ἀροῡν»
(για άπληστους γεωργούς) από απληστία σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί
7. «κολχὶς καλάμη» — το λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάλαμος.
ΠΑΡ. καλαμίτιδα (-ίτις)
αρχ.
καλαμαίος, καλαμευτής, καλάμιον, καλαμώμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλαμανθήλη, καλαμητόμος. (Β' συνθετικό) αρχ. λινοκαλάμη, Νειλοκαλάμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλάμη — stalk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμῃ — καλάμη stalk fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμαι — καλάμη stalk fem nom/voc pl καλάμᾱͅ , καλάμη stalk fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμῶν — καλάμη stalk fem gen pl καλαμόω bind pres part act masc voc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act masc nom sg καλαμόω bind pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμαις — καλάμη stalk fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμην — καλάμη stalk fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμης — καλάμη stalk fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμῃσι — καλάμη stalk fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμῃσιν — καλάμη stalk fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRAEMETIUM — Festo, quod praelibatiois causâante praemetitur: in Glossis, Praemetivum, ἡ πρὸ θερισμοῦ Δημήτρας ςθυσία, sacrificium ante messem Cereri fieri solitum, ἱερὰ δράγματα Callimacho, ubi de praemetivis illis frugum, quae ab Hyperboreis Apollini Delio… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”